Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄαρ < αθροιστικό πρόθημα ὀ- + ρίζα εἴρω ή ἀραρίσκω (συνδέω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄαρ θηλυκό (γενική: ὄαρος & ὦρ, δοτική ὤρεσσιν)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία