ὄαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὄαρ < αθροιστικό πρόθημα ὀ- + ρίζα εἴρω ή ἀραρίσκω (συνδέω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄαρ θηλυκό (γενική: ὄαρος & ὦρ, δοτική ὤρεσσιν)
- η σύζυγος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 327 (στίχοι 326-327)
- ἤματα δ᾽ αἱματόεντα διέπρησσον πολεμίζων, | ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεράων
- περνούσα αιματοστάλακτες μ᾽ εχθρούς ανδρειωμένους | μαχόμενος, εξ αφορμής των γυναικών τους μόνον.
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- ἤματα δ᾽ αἱματόεντα διέπρησσον πολεμίζων, | ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεράων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 486 (στίχοι 485-486)
- τύνη δ᾽ ἕστηκας, ἀτὰρ οὐδ᾽ ἄλλοισι κελεύεις | λαοῖσιν μενέμεν καὶ ἀμυνέμεναι ὤρεσσι.
- Συ στέκεις, ουδέ τους λαούς παρακινείς τους άλλους | γυναίκες και παιδία τους μ᾽ ανδρειά να υπερασπίσουν·
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- τύνη δ᾽ ἕστηκας, ἀτὰρ οὐδ᾽ ἄλλοισι κελεύεις | λαοῖσιν μενέμεν καὶ ἀμυνέμεναι ὤρεσσι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 327 (στίχοι 326-327)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄαρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄαρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.