Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀαρίζω < λείπει η ετυμολογία

ὀαρίζω

  1. κουβεντιάζω με κάποιον, συνομιλώ με οικειότητα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 516 (στίχοι 515-516)
    Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλε | στρέψεσθ᾽ ἐκ χώρης ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί.
    Τον θείον εύρηκε αδελφόν κει πόμελλε να στρέψει | απ᾽ όπου με την ποθητήν γυναίκα του ομιλούσε.
    Μετάφραση Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
  2. συνομιλώ ερωτικά, γλυκομιλώ

Συγγενικά

επεξεργασία