γυναικοκρατούμενων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
γυναικοκρατούμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γυναικοκρατούμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γυναικοκρατούμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γυναικοκρατούμενος