γυναικοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυναικοκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του γυναικοκρατούμαι
Μετοχή επεξεργασία
γυναικοκρατούμενος
- που γυναικοκρατείται, που ελέγχεται από γυναίκες, που κάνει τους άνδρες να νιώθουν αμήχανα
- γυναικοκρατούμενη κοινωνία (;;;)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυναικοκρατούμενος
|