Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυναικοκρατούμενος η γυναικοκρατούμενη το γυναικοκρατούμενο
      γενική του γυναικοκρατούμενου της γυναικοκρατούμενης του γυναικοκρατούμενου
    αιτιατική τον γυναικοκρατούμενο τη γυναικοκρατούμενη το γυναικοκρατούμενο
     κλητική γυναικοκρατούμενε γυναικοκρατούμενη γυναικοκρατούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυναικοκρατούμενοι οι γυναικοκρατούμενες τα γυναικοκρατούμενα
      γενική των γυναικοκρατούμενων των γυναικοκρατούμενων των γυναικοκρατούμενων
    αιτιατική τους γυναικοκρατούμενους τις γυναικοκρατούμενες τα γυναικοκρατούμενα
     κλητική γυναικοκρατούμενοι γυναικοκρατούμενες γυναικοκρατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικοκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του γυναικοκρατούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

γυναικοκρατούμενος

  • που γυναικοκρατείται, που ελέγχεται από γυναίκες, που κάνει τους άνδρες να νιώθουν αμήχανα
  • γυναικοκρατούμενη κοινωνία (;;;)

  Μεταφράσεις επεξεργασία