Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυαλοκοπώ < γυαλί + -ο- + -κοπώ

  Ρήμα επεξεργασία

γυαλοκοπώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία