γρικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γρικώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαγρικώ
- ακούω
- ⮡ -Ρε, πατημένε κερατά! Δε γρικάς την κόρνα τόσην ώρα να κάμνεις στην άκρη να περάσω, ε; Δε θώρρεις τα φώτα που στα αναβόσβηνα; -Μη μού φωνάσκεις έχω ζάχαρο. -Άμα σου πατήσω μια θα φτύσεις καραμέλες
- ※ Ναπολέων Λαπαθιώτης, Νυχτερινό, (απόσπασμα), στ. 3 (1-4)
- Ἕνα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
ποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο.
Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλο
καὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο.
- Ἕνα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
- αισθάνομαι
- καταλαβαίνω