Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουρούνιν < *γρούνιν με ανάπτυξη [u], υποκοριστικού του αρχαίου *γρώνη (που υπάρχει στη λακωνική διάλεκτο, και στον πληθυντικό (Ησύχιος: γρωνάδες: θήλειαι σύες)[1]) που ίσως σχετίζεται με το ηχομιμητικό άκλιτο γρῦ για τη φωνή του χοίρου[2][3]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γουρούνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουρούνιν ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

υποκοριστικά:

  Αναφορές επεξεργασία

  1. <γρωνάδες>· θήλειαι σύες ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Γ)
  2. γουρούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. γουρούνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία