Ετυμολογία

επεξεργασία
γουιντσέρφερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική windsurfer < wind, άνεμος, και surf, καβαλάω τα κύματα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γουιντσέρφερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία