γνόφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνόφος < (ελληνιστική κοινή) γνόφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνόφος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνόφος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνόφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγνόφος αρσενικό (ελληνιστική κοινή) (μεταγενέστερη μορφή της λέξης δνόφος)
- σκοτεινιά
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Δευτερονόμιον, 4.11, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Δευτερονόμιον, 4.11, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- (μετεωρολογία) (στον πληθ.) σύννεφα καταιγίδας
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 2 p. 134, @scaife.perseus
- Ἐν δὲ τούτῳ τῆς παθητῆς ὄντι καὶ αὐτῷ δυνάμεως καὶ παντοδαπῶς ἀλλοιουμένῳ νέφη τε συνίστανται καὶ ὄμβροι καταρράσσουσι, χιόνες τε καὶ πάχναι καὶ χάλαζαι πνοαί τε ἀνέμων καὶ τυφώνων, ἔτι τε βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ πτώσεις κεραυνῶν μυρίων τε γνόφων συμπληγάδες.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 2 p. 134, @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γνόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.