δνόφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δνόφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδνόφος αρσενικό
- ζόφος, σκοτάδι, σκοτεινιά
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 52 (51-53)
- ἀνήλιοι βροτοστυγεῖς | δνόφοι καλύπτουσι δόμους | δεσποτᾶν θανάτοισι.
- τ᾽ ανήλια ανθρωπομίσητα | σκοτάδια σε σκεπάζουνε | με των κυρίων το θάνατο.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἀνήλιοι βροτοστυγεῖς | δνόφοι καλύπτουσι δόμους | δεσποτᾶν θανάτοισι.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Σιμωνίδης ο Κείος, Εγκώμια Σιμωνίδη, απόσπ. 13: Δανάη, στίχοι 8-12
- σὺ δ᾽ ἀωτεῖς, γαλαθηνῶι | δ᾽ ἤθεϊ κνοώσσεις | ἐν ἀτερπέι δούρατι χαλκεογόμφωι | ‹τῶι›δε νυκτιλαμπεῖ, | κυανέωι δνόφωι ταθείς·
- Μα εσύ κοιμάσαι, | καθώς μωρό βαθιά κοιμάσαι μες σε μαύρη | κι άχαρη κάμαρη και χαλκοκαρφωμένη, | αφού ξαπλώθηκες μες σε σκοτάδι πίσσα.
- Μετάφραση: Ηλίας Βουτιερίδης @greek-language.gr
- Όμως εσύ κοιμάσαι! | Πα στ᾽ άχαρα σανίδια αυτά η μικρούλα σου | καρδιά γαλήνια υπνώνει. Ξαπλωμένο | μου λάμπεις στο βαθύ σκοτάδι μέσα | και στη νυχτιά τη χαλκοκαρφοπλούμιστη.
- Μετάφραση: Ι.Θ. Κακριδής @greek-language.gr
- Μα εσύ κοιμάσαι, | καθώς μωρό βαθιά κοιμάσαι μες σε μαύρη | κι άχαρη κάμαρη και χαλκοκαρφωμένη, | αφού ξαπλώθηκες μες σε σκοτάδι πίσσα.
- σὺ δ᾽ ἀωτεῖς, γαλαθηνῶι | δ᾽ ἤθεϊ κνοώσσεις | ἐν ἀτερπέι δούρατι χαλκεογόμφωι | ‹τῶι›δε νυκτιλαμπεῖ, | κυανέωι δνόφωι ταθείς·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 52 (51-53)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δνόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δνόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.