γλυκοφιλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκοφιλώ < μεσαιωνική ελληνική γλυκοφιλώ < γλυκά + -ο- + φιλώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣli.ko.fiˈlo/
Ρήμα
επεξεργασίαγλυκοφιλώ
- φιλώ γλυκά, με τρυφερότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- γλυκοφίλημα
- γλυκοφιλημένος
- Γλυκοφιλούσα
- → δείτε τις λέξεις γλυκός και φιλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκοφιλάω - γλυκοφιλώ | γλυκοφιλούσα | θα γλυκοφιλάω - γλυκοφιλώ | να γλυκοφιλάω - γλυκοφιλώ | γλυκοφιλώντας | |
β' ενικ. | γλυκοφιλάς | γλυκοφιλούσες | θα γλυκοφιλάς | να γλυκοφιλάς | γλυκοφίλα - γλυκοφίλαγε | |
γ' ενικ. | γλυκοφιλάει - γλυκοφιλά | γλυκοφιλούσε | θα γλυκοφιλάει - γλυκοφιλά | να γλυκοφιλάει - γλυκοφιλά | ||
α' πληθ. | γλυκοφιλάμε - γλυκοφιλούμε | γλυκοφιλούσαμε | θα γλυκοφιλάμε - γλυκοφιλούμε | να γλυκοφιλάμε - γλυκοφιλούμε | ||
β' πληθ. | γλυκοφιλάτε | γλυκοφιλούσατε | θα γλυκοφιλάτε | να γλυκοφιλάτε | γλυκοφιλάτε | |
γ' πληθ. | γλυκοφιλάν(ε) - γλυκοφιλούν(ε) | γλυκοφιλούσαν(ε) | θα γλυκοφιλάν(ε) - γλυκοφιλούν(ε) | να γλυκοφιλάν(ε) - γλυκοφιλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλυκοφίλησα | θα γλυκοφιλήσω | να γλυκοφιλήσω | γλυκοφιλήσει | ||
β' ενικ. | γλυκοφίλησες | θα γλυκοφιλήσεις | να γλυκοφιλήσεις | γλυκοφίλα - γλυκοφίλησε | ||
γ' ενικ. | γλυκοφίλησε | θα γλυκοφιλήσει | να γλυκοφιλήσει | |||
α' πληθ. | γλυκοφιλήσαμε | θα γλυκοφιλήσουμε | να γλυκοφιλήσουμε | |||
β' πληθ. | γλυκοφιλήσατε | θα γλυκοφιλήσετε | να γλυκοφιλήσετε | γλυκοφιλήστε | ||
γ' πληθ. | γλυκοφίλησαν γλυκοφιλήσαν(ε) |
θα γλυκοφιλήσουν(ε) | να γλυκοφιλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκοφιλήσει | είχα γλυκοφιλήσει | θα έχω γλυκοφιλήσει | να έχω γλυκοφιλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκοφιλήσει | είχες γλυκοφιλήσει | θα έχεις γλυκοφιλήσει | να έχεις γλυκοφιλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκοφιλήσει | είχε γλυκοφιλήσει | θα έχει γλυκοφιλήσει | να έχει γλυκοφιλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκοφιλήσει | είχαμε γλυκοφιλήσει | θα έχουμε γλυκοφιλήσει | να έχουμε γλυκοφιλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκοφιλήσει | είχατε γλυκοφιλήσει | θα έχετε γλυκοφιλήσει | να έχετε γλυκοφιλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκοφιλήσει | είχαν γλυκοφιλήσει | θα έχουν γλυκοφιλήσει | να έχουν γλυκοφιλήσει |
|