Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκοφιλάω < μεσαιωνική ελληνική γλυκοφιλώ < γλυκ(ά) + -ο- + φιλώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣli.ko.fiˈla.o/

  Ρήμα επεξεργασία

γλυκοφιλάω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία