γκρινιάρικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρινιάρικα < γκρινιάρικος
Επίρρημα
επεξεργασίαγκρινιάρικα
- με γκρινιάρικο τρόπο, με γκρίνια
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγκρινιάρικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γκρινιάρικο