γκάου-μπίου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκάου-μπίου < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκάου-μπίου αρσενικό, άκλιτο
- άσχετος, βλάκας, αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται, που είναι φευγάτος
- (στρατιωτική αργκό) ειρωνική προσφώνηση του νεοσύλλεκτου, του νέου φαντάρου· γκάβακας, στραβάδι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκάου-μπίου
|