Ετυμολογία

επεξεργασία
γιαρίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yarik

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιαρίκι ουδέτερο

  1. θώρακας
    ※  14ος αιώνας, ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις σελίδες 70+71
    • έκδ.2015, σελ.70, κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis)
      Ἄρματα εἴχασιν καλά, διαρίχια ἐφοροῦσαν·
      οἱ μὲν κοντάρια ἐβάσταιναν κ᾽ οἱ ἕτεροι βεργίτες.
    • έκδ.2015, σελ.71, Παρισινός κώδικας (Parisinus)
      Ἄρματα εἴχασιν καλά, γιαρίκια ἐφοροῦσαν·
      οἱ μὲν κοντάρια ἐβάσταξαν, | οἱ δ᾽ ἕτεροι βεργέτες.
  2. ακόντιο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • γιαρίκια (ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού)