γιαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιαράς: μεταπλασμός σε αρσενικό του θηλυκού γιαρ(ά) + -άς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιαράς αρσενικό (πληθυντικός γιαράδες)
- (ιδιωματικό σε πολλά ιδιώματα) άλλη μορφή του γιαρά (θηλυκό): η πληγή, το τραύμα
- άλλες μορφές: γιάρα (θηλυκό)
Πηγές
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γιαρά