γαϊτανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγαϊτανώνω
- (παρωχημένο) στολίζω με γαϊτάνι, διακοσμώ, ευπρεπίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- γαϊτάνωμα
- γαϊτανωτός
- → δείτε τη λέξη γαϊτάνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαϊτανώνω | γαϊτάνωνα | θα γαϊτανώνω | να γαϊτανώνω | γαϊτανώνοντας | |
β' ενικ. | γαϊτανώνεις | γαϊτάνωνες | θα γαϊτανώνεις | να γαϊτανώνεις | γαϊτάνωνε | |
γ' ενικ. | γαϊτανώνει | γαϊτάνωνε | θα γαϊτανώνει | να γαϊτανώνει | ||
α' πληθ. | γαϊτανώνουμε | γαϊτανώναμε | θα γαϊτανώνουμε | να γαϊτανώνουμε | ||
β' πληθ. | γαϊτανώνετε | γαϊτανώνατε | θα γαϊτανώνετε | να γαϊτανώνετε | γαϊτανώνετε | |
γ' πληθ. | γαϊτανώνουν(ε) | γαϊτάνωναν γαϊτανώναν(ε) |
θα γαϊτανώνουν(ε) | να γαϊτανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γαϊτάνωσα | θα γαϊτανώσω | να γαϊτανώσω | γαϊτανώσει | ||
β' ενικ. | γαϊτάνωσες | θα γαϊτανώσεις | να γαϊτανώσεις | γαϊτάνωσε | ||
γ' ενικ. | γαϊτάνωσε | θα γαϊτανώσει | να γαϊτανώσει | |||
α' πληθ. | γαϊτανώσαμε | θα γαϊτανώσουμε | να γαϊτανώσουμε | |||
β' πληθ. | γαϊτανώσατε | θα γαϊτανώσετε | να γαϊτανώσετε | γαϊτανώστε | ||
γ' πληθ. | γαϊτάνωσαν γαϊτανώσαν(ε) |
θα γαϊτανώσουν(ε) | να γαϊτανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαϊτανώσει | είχα γαϊτανώσει | θα έχω γαϊτανώσει | να έχω γαϊτανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαϊτανώσει | είχες γαϊτανώσει | θα έχεις γαϊτανώσει | να έχεις γαϊτανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γαϊτανώσει | είχε γαϊτανώσει | θα έχει γαϊτανώσει | να έχει γαϊτανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαϊτανώσει | είχαμε γαϊτανώσει | θα έχουμε γαϊτανώσει | να έχουμε γαϊτανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαϊτανώσει | είχατε γαϊτανώσει | θα έχετε γαϊτανώσει | να έχετε γαϊτανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γαϊτανώσει | είχαν γαϊτανώσει | θα έχουν γαϊτανώσει | να έχουν γαϊτανώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαϊτανώνω
|