γανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐νιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαγανιάζω
- αποκτώ γάνα, μαυρίζω
- (μεταφορικά) υποφέρω[2]
- αφυδατώνομαι[2]
- ※ Το στόμα της Τασώς είχε γανιάσει ν’ απαντά στις ερωτήσεις μου όσο γυρίζαμε στα αξιοθέατα, ενώ η μαμά έτρεχε με τον δικηγόρο μας στις δουλειές της. (Τάσος Αθανασιάδης (2002) Τα παιδιά της Νιόβης)
Εκφράσεις
επεξεργασία- γάνιασε η γλώσσα μου: κουράστηκα να επαναλαμβάνω ένα πράγμα και να μην εισακούομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γανιάζω | γάνιαζα | θα γανιάζω | να γανιάζω | γανιάζοντας | |
β' ενικ. | γανιάζεις | γάνιαζες | θα γανιάζεις | να γανιάζεις | γάνιαζε | |
γ' ενικ. | γανιάζει | γάνιαζε | θα γανιάζει | να γανιάζει | ||
α' πληθ. | γανιάζουμε | γανιάζαμε | θα γανιάζουμε | να γανιάζουμε | ||
β' πληθ. | γανιάζετε | γανιάζατε | θα γανιάζετε | να γανιάζετε | γανιάζετε | |
γ' πληθ. | γανιάζουν(ε) | γάνιαζαν γανιάζαν(ε) |
θα γανιάζουν(ε) | να γανιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γάνιασα | θα γανιάσω | να γανιάσω | γανιάσει | ||
β' ενικ. | γάνιασες | θα γανιάσεις | να γανιάσεις | γάνιασε | ||
γ' ενικ. | γάνιασε | θα γανιάσει | να γανιάσει | |||
α' πληθ. | γανιάσαμε | θα γανιάσουμε | να γανιάσουμε | |||
β' πληθ. | γανιάσατε | θα γανιάσετε | να γανιάσετε | γανιάστε | ||
γ' πληθ. | γάνιασαν γανιάσαν(ε) |
θα γανιάσουν(ε) | να γανιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γανιάσει | είχα γανιάσει | θα έχω γανιάσει | να έχω γανιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις γανιάσει | είχες γανιάσει | θα έχεις γανιάσει | να έχεις γανιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει γανιάσει | είχε γανιάσει | θα έχει γανιάσει | να έχει γανιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γανιάσει | είχαμε γανιάσει | θα έχουμε γανιάσει | να έχουμε γανιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε γανιάσει | είχατε γανιάσει | θα έχετε γανιάσει | να έχετε γανιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γανιάσει | είχαν γανιάσει | θα έχουν γανιάσει | να έχουν γανιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γανιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)