γαζετατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαζετατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική gazeteci (δημοσιογράφος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαζετατζής αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαζετατζής
|
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014