βρένθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βρένθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρένθος, -ου αρσενικό
- θαλάσσιο πτηνό
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 1 @scaife.perseus
- Ἔτι οἱ ἀπὸ τῆς θαλάττης ζῶντες ἀλλήλοις, οἷον βρένθος καὶ λάρος καὶ ἅρπη.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 1 @scaife.perseus
- είδος ωδικού πτηνού
- υπεροψία, αλαζονεία
- τάφος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βρενθύομαι
Πηγές
επεξεργασία* βρένθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.