Δείτε επίσης: Βούρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βούρα < βέρα[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βούρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 «βούρα» - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»