βούλχας
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβούλχας, -α αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άλογο
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης, [1] Jeffreys, Elizabeth, Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions - Cambridge Medieval Classics, vol.7, Cambridge University Press, 1998
- Τινάξας δ᾽ αὖθις τὸ σπαθὶν ταύτης μὲν ἐφεισάμην,
τοῦ δὲ βοῦλχα[sic] ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν εὐθέως
<καὶ> τὸ μὲν πτῶμα χαλεπῶς ἐπὶ γῆν κατηνέχθη·
- Τινάξας δ᾽ αὖθις τὸ σπαθὶν ταύτης μὲν ἐφεισάμην,
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης, [1] Jeffreys, Elizabeth, Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions - Cambridge Medieval Classics, vol.7, Cambridge University Press, 1998
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- βούλχα, και γραφή βοῦλχα (γενική ενικού)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βούλχας - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 172, Τόμος Δ΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.