Ετυμολογία

επεξεργασία
βούλχας < βούρχας ή βόρχας < ελληνιστική κοινή βούριχος < λατινική burrichus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βούλχας, -α αρσενικό

  • (θηλαστικό ζώο) άλογο
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης, [1] Jeffreys, Elizabeth, Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions - Cambridge Medieval Classics, vol.7, Cambridge University Press, 1998
    Τινάξας δ᾽ αὖθις τὸ σπαθὶν ταύτης μὲν ἐφεισάμην,
    τοῦ δὲ βοῦλχα[sic] ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν εὐθέως
    <καὶ> τὸ μὲν πτῶμα χαλεπῶς ἐπὶ γῆν κατηνέχθη·

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • βούλχα, και γραφή βοῦλχα (γενική ενικού)

Δείτε επίσης

επεξεργασία