Δείτε επίσης: βλατί

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαττίν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλαττίν ουδέτερο

  1. πολυτελές μεταξωτό ύφασμα, συνήθως σε πορφυρό χρώμα
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης Λόγος 4ος, στίχ. 237 (237-238)
    πράσινον, ῥόδινον βλαττὶν εἶχεν εἰς τὸ καποῦλιν,
    καὶ τὴν σέλλαν ἐσκέπαζε νὰ μὴ κονιορτοῦται
    Mavrogordato John, Digenes Akrites edited with an Introduction, Translation and Commentary, Οξφόρδη, αρχική έκδοση: 1956, reprinted 1963, 1970. σελ. 80 @archive.org
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης χφ Τραπεζούντας (16ος αιώνας), στίχ. 1393 (1389-1393) έκδ. Σάθας-Legrand, 1875
    Καὶ παρευθὺς ὡς ἤκουσεν ὁ στρατηγὸς ἐκεῖνος,
    τὰς προῖκας ᾠκονόμησε κ’ ἔπεμψε πρὸς τὴν κόρην,
    καὶ δέδωκε χαρίσματα τῷ θαυμαστῷ ̓Ἀκρίτῃ,
    ἵππους ἀρίστους δώδεκα καὶ παμμεγέθεις μαύρους
    μετὰ βλαττίων ἐκλεκτῶν ἐπάνω σκεπασμένους
    Sathas C.-Legrand É., Les exploits de Digénis Akritas. Collection de monuments pour servir à l'étude de la langue néo-hellénique, Τόμος 6, Εκδότης: Librairie Maisonneuve, Αθήνα, 1875, σελ. 116, @google.books
  2. (συνεκδοχικά) το ένδυμα που έχει φτιαχτεί απ’ αυτό το ύφασμα
    ※  11ος αιώνας, Μιχαήλ Ψελλός Orationes forenses et acta, @catholiclibrary.org
    ἴσθι μέντοι γε καὶ τοῦτο, εὐγενέστατε καὶ γενναιότατε, ὡς πολλοῖς τῶν ἐν τῇ συμφωνίᾳ ἀξιωμάτων καὶ τυπικὰ βλαττία πρὸς τῇ ῥόγᾳ ἀγωρισμένα εἰσίν· ἡ μέντοι γε βασιλεία μου οὐ μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ τούτων τὸν τῶν βλαττίων ἀριθμὸν ἀφορίζεται, ἀλλ', ἵν' ἔχοις τι κἀνταῦθα πλέον, σύμπαντα τὰ βλαττία πρὸς τοῖς διδομένοις μετὰ τῶν ἀξιωμάτων εἰς ἑκατοστὸν συγκεφαλαιοῦνται ἀριθμόν, ὧς εἶναι τὰ πολλαπλάσια τούτων ἐκτὸς τῶν ἀφωρισμένων τοῖς ἀξιώμασι.
    ※  12ος αιώνας Μανασσῆς, Κωνσταντῖνος, De cerimoniis aulae Byzantinae @catholiclibrary.org
    ἰστέον, ὅτι τὰ μὲν βλαττία τά τε ἀράφια καὶ τὰ ἐῤῥαμμένα ἐν σκευαρίοις ὀφείλουσι βαστάζεσθαι, τὰ δὲ λοιπὰ πάντα, οἷον λωρωτὰ ἀληθινὰ ἐνθάδια ἐῤῥαμμένα τε καὶ ἀράφια ἐν βουλγιδίοις ἢ καὶ δισακκίοις· πυρέκβολα μετὰ ἵσκας, φανάρια χαλκᾶ κοσκινωτὰ βʹ, κανδῆλαι χαλκαῖ εἰς τὰ βασιλικὰ πεντζιμέντα δύο· πέταλα χαλκᾶ κοσκινωτὰ διὰ τὸ ἐπισκεπάζεσθαι τοὺς λάκκους, ἔνθα αἱ κανδῆλαι ἅπτουσιν.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  • βλαττίων (γενική πληθυντικού)
  • βλαττία (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία