Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιώσκομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

βιώσκομαι

  1. αναζωογονώ, τονώνω, διατηρώ στη ζωή
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 468 (στίχοι 464-468)
    «Ναυσικάα, θύγατερ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο, | οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης, | οἴκαδέ τ᾽ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι· | τῶ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην | αἰεὶ ἤματα πάντα· σὺ γάρ μ᾽ ἐβιώσαο, κούρη.»
    «Ω Ναυσικά, κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκινόου! | Άμποτε ο Δίας να ενδώσει, κεραυνοβόλος σύζυγος της Ήρας, | κι εγώ να φτάσω στην πατρίδα, να δω του νόστου μου τη μέρα· | τότε, το υπόσχομαι, σ᾽ εσένα, σαν θεά, εκεί τις προσευχές μου | θα αναπέμπω, μέχρι το τέλος της ζωής μου, γιατί σ᾽ εσένα, κόρη μου, χρωστώ που ακόμη ζω
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  2. (με παθητική σημασία) επανέρχομαι στη ζωή


Παράγωγα επεξεργασία



  Πηγές επεξεργασία