βιομηχανικοεργοστασιακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαβιομηχανικοεργοστασιακό
- αιτιατική ενικού του βιομηχανικοεργοστασιακός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βιομηχανικοεργοστασιακός
βιομηχανικοεργοστασιακό