βαρυγκωμάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρυγκωμάω < μεσαιωνική ελληνική βαρυγνωμώ < βαρύγνωμος
Ρήμα
επεξεργασίαβαρυγκωμάω
- άλλη μορφή του βαρυγκωμώ
Συγγενικά
επεξεργασία- βαρυγκώμια / βαρυγκόμια
- βαρυγκωμισμένος / βαρυγκομισμένος
- → δείτε τις λέξεις βαρύς και γνώμη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαρυγκωμάω - βαρυγκωμώ | βαρυγκωμούσα | θα βαρυγκωμάω - βαρυγκωμώ | να βαρυγκωμάω - βαρυγκωμώ | βαρυγκωμώντας | |
β' ενικ. | βαρυγκωμάς | βαρυγκωμούσες | θα βαρυγκωμάς | να βαρυγκωμάς | βαρυγκώμα - βαρυγκώμαγε | |
γ' ενικ. | βαρυγκωμάει - βαρυγκωμά | βαρυγκωμούσε | θα βαρυγκωμάει - βαρυγκωμά | να βαρυγκωμάει - βαρυγκωμά | ||
α' πληθ. | βαρυγκωμάμε - βαρυγκωμούμε | βαρυγκωμούσαμε | θα βαρυγκωμάμε - βαρυγκωμούμε | να βαρυγκωμάμε - βαρυγκωμούμε | ||
β' πληθ. | βαρυγκωμάτε | βαρυγκωμούσατε | θα βαρυγκωμάτε | να βαρυγκωμάτε | βαρυγκωμάτε | |
γ' πληθ. | βαρυγκωμάν(ε) - βαρυγκωμούν(ε) | βαρυγκωμούσαν(ε) | θα βαρυγκωμάν(ε) - βαρυγκωμούν(ε) | να βαρυγκωμάν(ε) - βαρυγκωμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαρυγκώμησα | θα βαρυγκωμήσω | να βαρυγκωμήσω | βαρυγκωμήσει | ||
β' ενικ. | βαρυγκώμησες | θα βαρυγκωμήσεις | να βαρυγκωμήσεις | βαρυγκώμα - βαρυγκώμησε | ||
γ' ενικ. | βαρυγκώμησε | θα βαρυγκωμήσει | να βαρυγκωμήσει | |||
α' πληθ. | βαρυγκωμήσαμε | θα βαρυγκωμήσουμε | να βαρυγκωμήσουμε | |||
β' πληθ. | βαρυγκωμήσατε | θα βαρυγκωμήσετε | να βαρυγκωμήσετε | βαρυγκωμήστε | ||
γ' πληθ. | βαρυγκώμησαν βαρυγκωμήσαν(ε) |
θα βαρυγκωμήσουν(ε) | να βαρυγκωμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαρυγκωμήσει | είχα βαρυγκωμήσει | θα έχω βαρυγκωμήσει | να έχω βαρυγκωμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαρυγκωμήσει | είχες βαρυγκωμήσει | θα έχεις βαρυγκωμήσει | να έχεις βαρυγκωμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαρυγκωμήσει | είχε βαρυγκωμήσει | θα έχει βαρυγκωμήσει | να έχει βαρυγκωμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρυγκωμήσει | είχαμε βαρυγκωμήσει | θα έχουμε βαρυγκωμήσει | να έχουμε βαρυγκωμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαρυγκωμήσει | είχατε βαρυγκωμήσει | θα έχετε βαρυγκωμήσει | να έχετε βαρυγκωμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρυγκωμήσει | είχαν βαρυγκωμήσει | θα έχουν βαρυγκωμήσει | να έχουν βαρυγκωμήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρυγκωμάω
|