βαλανεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαλανεύω < βάλανος + -εύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷlh₂eno-
Ρήμα
επεξεργασίαβαλανεύω
- ((κυριολεκτικά) θερμαίνω το νερό στο βαλανείο / λουτρό με βελανίδια)
- περιποιούμαι κάποιον στο βαλανείο / λουτρό, τον υπηρετώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βάλανος