αχνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααχνίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αχνίζω | άχνιζα | θα αχνίζω | να αχνίζω | αχνίζοντας | |
β' ενικ. | αχνίζεις | άχνιζες | θα αχνίζεις | να αχνίζεις | άχνιζε | |
γ' ενικ. | αχνίζει | άχνιζε | θα αχνίζει | να αχνίζει | ||
α' πληθ. | αχνίζουμε | αχνίζαμε | θα αχνίζουμε | να αχνίζουμε | ||
β' πληθ. | αχνίζετε | αχνίζατε | θα αχνίζετε | να αχνίζετε | αχνίζετε | |
γ' πληθ. | αχνίζουν(ε) | άχνιζαν αχνίζαν(ε) |
θα αχνίζουν(ε) | να αχνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άχνισα | θα αχνίσω | να αχνίσω | αχνίσει | ||
β' ενικ. | άχνισες | θα αχνίσεις | να αχνίσεις | άχνισε | ||
γ' ενικ. | άχνισε | θα αχνίσει | να αχνίσει | |||
α' πληθ. | αχνίσαμε | θα αχνίσουμε | να αχνίσουμε | |||
β' πληθ. | αχνίσατε | θα αχνίσετε | να αχνίσετε | αχνίστε | ||
γ' πληθ. | άχνισαν αχνίσαν(ε) |
θα αχνίσουν(ε) | να αχνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αχνίσει | είχα αχνίσει | θα έχω αχνίσει | να έχω αχνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αχνίσει | είχες αχνίσει | θα έχεις αχνίσει | να έχεις αχνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αχνίσει | είχε αχνίσει | θα έχει αχνίσει | να έχει αχνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αχνίσει | είχαμε αχνίσει | θα έχουμε αχνίσει | να έχουμε αχνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αχνίσει | είχατε αχνίσει | θα έχετε αχνίσει | να έχετε αχνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αχνίσει | είχαν αχνίσει | θα έχουν αχνίσει | να έχουν αχνίσει |
|