Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχνίζω < αχνός + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αχνίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία