Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχάραγα < α- στερητικό + χαράζω

  Επίρρημα επεξεργασία

αχάραγα

  Μεταφράσεις επεξεργασία