αφιππεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααφιππεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφιππεύω
- θα αφιππεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφιππεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααφιππεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφίππευση