Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αφιππεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφιππεύω
  2. θα αφιππεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφιππεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

αφιππεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφίππευση