αφηρημένος εξπρεσιονισμός

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφηρημένος εξπρεσιονισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Abstract Expressionism → δείτε τις λέξεις αφηρημένος και εξπρεσιονισμός

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αφηρημένος εξπρεσιονισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία