Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοχειροτονούμαι < αυτο- + χειροτονούμαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοχειροτονούμαι

  1. χειροτονώ ο ίδιος τον εαυτό μου
  2. (κατ’ επέκταση) αυτοανακηρύσσομαι κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία