Δείτε επίσης: αυτοπυρπολούμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοπυροβολούμαι < αυτο- + πυροβολούμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fto.pi.ɾo.voˈlu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐πυ‐ρο‐βο‐λού‐μαι

αυτοπυροβολούμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr