αυτοπαγιδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοπαγιδεύομαι < αυτο- + παγιδεύομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.pa.ʝiˈðe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐πα‐γι‐δεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοπαγιδεύομαι, π.αόρ.: αυτοπαγιδεύτηκα, μτχ.π.π.: αυτοπαγιδευμένος (αποθετικό ρήμα)
- (νεολογισμός) η διαδικασία παγίδευσης του εαυτού
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοπαγιδεύομαι | αυτοπαγιδευόμουν(α) | θα αυτοπαγιδεύομαι | να αυτοπαγιδεύομαι | ||
β' ενικ. | αυτοπαγιδεύεσαι | αυτοπαγιδευόσουν(α) | θα αυτοπαγιδεύεσαι | να αυτοπαγιδεύεσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοπαγιδεύεται | αυτοπαγιδευόταν(ε) | θα αυτοπαγιδεύεται | να αυτοπαγιδεύεται | ||
α' πληθ. | αυτοπαγιδευόμαστε | αυτοπαγιδευόμαστε αυτοπαγιδευόμασταν |
θα αυτοπαγιδευόμαστε | να αυτοπαγιδευόμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοπαγιδεύεστε | αυτοπαγιδευόσαστε αυτοπαγιδευόσασταν |
θα αυτοπαγιδεύεστε | να αυτοπαγιδεύεστε | αυτοπαγιδεύεστε | |
γ' πληθ. | αυτοπαγιδεύονται | αυτοπαγιδεύονταν αυτοπαγιδευόντουσαν |
θα αυτοπαγιδεύονται | να αυτοπαγιδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοπαγιδεύτηκα | θα αυτοπαγιδευτώ | να αυτοπαγιδευτώ | αυτοπαγιδευτεί | ||
β' ενικ. | αυτοπαγιδεύτηκες | θα αυτοπαγιδευτείς | να αυτοπαγιδευτείς | αυτοπαγιδεύσου | ||
γ' ενικ. | αυτοπαγιδεύτηκε | θα αυτοπαγιδευτεί | να αυτοπαγιδευτεί | |||
α' πληθ. | αυτοπαγιδευτήκαμε | θα αυτοπαγιδευτούμε | να αυτοπαγιδευτούμε | |||
β' πληθ. | αυτοπαγιδευτήκατε | θα αυτοπαγιδευτείτε | να αυτοπαγιδευτείτε | αυτοπαγιδευτείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοπαγιδεύτηκαν αυτοπαγιδευτήκαν(ε) |
θα αυτοπαγιδευτούν(ε) | να αυτοπαγιδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοπαγιδευτεί | είχα αυτοπαγιδευτεί | θα έχω αυτοπαγιδευτεί | να έχω αυτοπαγιδευτεί | αυτοπαγιδευμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοπαγιδευτεί | είχες αυτοπαγιδευτεί | θα έχεις αυτοπαγιδευτεί | να έχεις αυτοπαγιδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοπαγιδευτεί | είχε αυτοπαγιδευτεί | θα έχει αυτοπαγιδευτεί | να έχει αυτοπαγιδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοπαγιδευτεί | είχαμε αυτοπαγιδευτεί | θα έχουμε αυτοπαγιδευτεί | να έχουμε αυτοπαγιδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοπαγιδευτεί | είχατε αυτοπαγιδευτεί | θα έχετε αυτοπαγιδευτεί | να έχετε αυτοπαγιδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοπαγιδευτεί | είχαν αυτοπαγιδευτεί | θα έχουν αυτοπαγιδευτεί | να έχουν αυτοπαγιδευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοπαγιδεύομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr