Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυτοματοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοματοποιώ
  2. θα αυτοματοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοματοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αυτοματοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυτοματοποίηση