αυτοκατακρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκατακρίνομαι < αυτο- + κατακρίνομαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοκατακρίνομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοκατάκριση
- → δείτε τις λέξεις αυτός και κατακρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκατακρίνομαι
|