Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοεξορίζομαι < αυτο- + εξορίζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοεξορίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία