Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοελέγχομαι < αυτο- + ελέγχομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοελέγχομαι

  1. ελέγχω τον εαυτό μου
  2. έχω αυτοέλεγχο

  Μεταφράσεις επεξεργασία