Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυθημερόν < αρχαία ελληνική αὐθημερόν < αὐθήμερος < αὐτός + ἡμέρα

  Επίρρημα επεξεργασία

αυθημερόν (χρονικό)

  • μέσα στην ίδια μέρα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία