ασφαλτοστρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαασφαλτοστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασφαλτοστρώνω
- θα ασφαλτοστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασφαλτοστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαασφαλτοστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασφαλτόστρωση