αρμενιστί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρμενιστί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀρμενιστί. Συγχρονικά αναλύεται σε Αρμεν(ία) + -ιστί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.me.niˈsti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νι‐στί
Επίρρημα
επεξεργασίααρμενιστί (τροπικό επίρρημα)
- στα αρμενικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρμενιστί
|
Πηγές
επεξεργασία- αρμενιστί - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας