Δείτε επίσης: αρμενιστί

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀρμενιστί < Ἀρμεν(ία) + -ιστί

  Επίρρημα επεξεργασία

Ἀρμενιστί (τροπικό επίρρημα)

  Πηγές επεξεργασία