Ετυμολογία

επεξεργασία
αραθυμώ < μεσαιωνική ελληνική αραθυμώ < αράθυμος < αρχαία ελληνική ῥᾴθυμος

αραθυμώ

  1. είμαι ράθυμος
  2. λαχταρώ, ποθώ
  3. εξάπτομαι εύκολα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία