αραθυμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αραθυμώ < μεσαιωνική ελληνική αραθυμώ < αράθυμος < αρχαία ελληνική ῥᾴθυμος
Ρήμα
επεξεργασίααραθυμώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ράθυμος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραθυμώ | αραθυμούσα | θα αραθυμώ | να αραθυμώ | αραθυμώντας | |
β' ενικ. | αραθυμείς | αραθυμούσες | θα αραθυμείς | να αραθυμείς | (αραθύμει) | |
γ' ενικ. | αραθυμεί | αραθυμούσε | θα αραθυμεί | να αραθυμεί | ||
α' πληθ. | αραθυμούμε | αραθυμούσαμε | θα αραθυμούμε | να αραθυμούμε | ||
β' πληθ. | αραθυμείτε | αραθυμούσατε | θα αραθυμείτε | να αραθυμείτε | αραθυμείτε | |
γ' πληθ. | αραθυμούν(ε) | αραθυμούσαν(ε) | θα αραθυμούν(ε) | να αραθυμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αραθύμησα | θα αραθυμήσω | να αραθυμήσω | αραθυμήσει | ||
β' ενικ. | αραθύμησες | θα αραθυμήσεις | να αραθυμήσεις | αραθύμησε | ||
γ' ενικ. | αραθύμησε | θα αραθυμήσει | να αραθυμήσει | |||
α' πληθ. | αραθυμήσαμε | θα αραθυμήσουμε | να αραθυμήσουμε | |||
β' πληθ. | αραθυμήσατε | θα αραθυμήσετε | να αραθυμήσετε | αραθυμήστε | ||
γ' πληθ. | αραθύμησαν αραθυμήσαν(ε) |
θα αραθυμήσουν(ε) | να αραθυμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αραθυμήσει | είχα αραθυμήσει | θα έχω αραθυμήσει | να έχω αραθυμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αραθυμήσει | είχες αραθυμήσει | θα έχεις αραθυμήσει | να έχεις αραθυμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αραθυμήσει | είχε αραθυμήσει | θα έχει αραθυμήσει | να έχει αραθυμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αραθυμήσει | είχαμε αραθυμήσει | θα έχουμε αραθυμήσει | να έχουμε αραθυμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αραθυμήσει | είχατε αραθυμήσει | θα έχετε αραθυμήσει | να έχετε αραθυμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αραθυμήσει | είχαν αραθυμήσει | θα έχουν αραθυμήσει | να έχουν αραθυμήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αραθυμώ
|