αποσκυβαλίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσκυβαλίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀποσκυβαλίζω < σκύβαλον
Ρήμα επεξεργασία
αποσκυβαλίζω
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκύβαλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσκυβαλίζω
|