αποπυρηνικοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποπυρηνικοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπυρηνικοποιώ
- θα αποπυρηνικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπυρηνικοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποπυρηνικοποιήσεις θηλυκό