απολυμαντικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
απολυμαντικά < απολυμαντικός
Επίρρημα επεξεργασία
απολυμαντικά
- κατά τρόπο απολυμαντικό, επιφέροντας απολύμανση
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολυμαντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
απολυμαντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απολυμαντικό