Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολυμαίνω < αρχαία ελληνική ἀπολυμαίνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

απολυμαίνω

  • καθαρίζω ένα χώρο ή ένα αντικείμενο ή το σώμα ή περιοχή του σώματος, ώστε να εξαλειφθούν οι νοσογόνοι μικροοργανισμοί
ο γιατρός απολύμανε' το τραύμα με ιώδιο
το συνεργείο του δήμου απολύμανε τις δημοτικές τουαλέτες
η μητέρα έβρασε το μπουκάλι του μωρού, για να το απολυμάνει, πριν του δώσει το γάλα του

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία