απολυμαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολυμαίνω < αρχαία ελληνική ἀπολυμαίνομαι
Ρήμα
επεξεργασίααπολυμαίνω
- καθαρίζω ένα χώρο ή ένα αντικείμενο ή το σώμα ή περιοχή του σώματος, ώστε να εξαλειφθούν οι νοσογόνοι μικροοργανισμοί
- ο γιατρός απολύμανε' το τραύμα με ιώδιο
- το συνεργείο του δήμου απολύμανε τις δημοτικές τουαλέτες
- η μητέρα έβρασε το μπουκάλι του μωρού, για να το απολυμάνει, πριν του δώσει το γάλα του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολυμαίνω | απολύμαινα | θα απολυμαίνω | να απολυμαίνω | απολυμαίνοντας | |
β' ενικ. | απολυμαίνεις | απολύμαινες | θα απολυμαίνεις | να απολυμαίνεις | απολύμαινε | |
γ' ενικ. | απολυμαίνει | απολύμαινε | θα απολυμαίνει | να απολυμαίνει | ||
α' πληθ. | απολυμαίνουμε | απολυμαίναμε | θα απολυμαίνουμε | να απολυμαίνουμε | ||
β' πληθ. | απολυμαίνετε | απολυμαίνατε | θα απολυμαίνετε | να απολυμαίνετε | απολυμαίνετε | |
γ' πληθ. | απολυμαίνουν(ε) | απολύμαιναν απολυμαίναν(ε) |
θα απολυμαίνουν(ε) | να απολυμαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολύμανα | θα απολυμάνω | να απολυμάνω | απολυμάνει | ||
β' ενικ. | απολύμανες | θα απολυμάνεις | να απολυμάνεις | απολύμανε | ||
γ' ενικ. | απολύμανε | θα απολυμάνει | να απολυμάνει | |||
α' πληθ. | απολυμάναμε | θα απολυμάνουμε | να απολυμάνουμε | |||
β' πληθ. | απολυμάνατε | θα απολυμάνετε | να απολυμάνετε | απολυμάνετε | ||
γ' πληθ. | απολύμαναν απολυμάναν(ε) |
θα απολυμάνουν(ε) | να απολυμάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απολυμάνει | είχα απολυμάνει | θα έχω απολυμάνει | να έχω απολυμάνει | ||
β' ενικ. | έχεις απολυμάνει | είχες απολυμάνει | θα έχεις απολυμάνει | να έχεις απολυμάνει | ||
γ' ενικ. | έχει απολυμάνει | είχε απολυμάνει | θα έχει απολυμάνει | να έχει απολυμάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απολυμάνει | είχαμε απολυμάνει | θα έχουμε απολυμάνει | να έχουμε απολυμάνει | ||
β' πληθ. | έχετε απολυμάνει | είχατε απολυμάνει | θα έχετε απολυμάνει | να έχετε απολυμάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απολυμάνει | είχαν απολυμάνει | θα έχουν απολυμάνει | να έχουν απολυμάνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολυμαίνω