Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποκλιμακώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκλιμακώνω
  2. θα αποκλιμακώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκλιμακώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

αποκλιμακώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκλιμάκωση