Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

απεμπολήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απεμπολώ
  2. θα απεμπολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απεμπολώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

απεμπολήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απεμπόληση