απαγκιστρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπαγκιστρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απαγκιστρώνω
- θα απαγκιστρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απαγκιστρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπαγκιστρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απαγκίστρωση